- ξεκούτιασμα. το
- ξεκούτιασμα, το -ατος, αποβλάκωση, μωρία, βλακεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεκούτιασμα — το [ξεκουτιάζω] ξεμώραμα, αποβλάκωση … Dictionary of Greek
ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek
παραγήραμα — τὸ, Α [παραγηρώ] 1. πολύ βαθιά γεράματα, πέρα από το συνηθισμένο 2. παραλήρημα, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek